ζορίζω

ζορίζω
[ζόρι]
1. πιέζω, καταναγκάζω
2. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζορίζω — ζορίζω, ζόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζορίζω — ζόρισα, ζορίστηκα, ζορισμένος 1. πιέζω, εξαναγκάζω κάποιον: Λίγο τον ζόρισαν και τα ομολόγησε όλα. 2. παθ., ζορίζομαι βρίσκω δυσκολία: Ζορίστηκα και εγκατέλειψα τη δουλειά. 3. θυμώνω, στενοχωριέμαι: Ζορίζεται όταν του μιλάς για τις αδυναμίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζόριστος — η, ο [ζορίζω] 1. αυτός που γίνεται χωρίς πίεση ή στενοχώρια 2. αυτός που δεν τόν ζορίζουν ή δεν τόν ζόρισαν, αβίαστος, άνετος …   Dictionary of Greek

  • ζορεύω — [ζόρι] ζορίζω* …   Dictionary of Greek

  • ζόρισμα — το [ζορίζω] πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”